-
1 ὄλεθρος
ὄλεθρος, ὁ (ὀλέσϑαι), Verderben, bes. Untergang, Tod; λυγρὸς ὄλ., im Ggstz von βιῶναι, Il. 10, 174; ἦ μάλα δή σε κιχάνεται αἰπὺς ὄλεϑρος, 11, 411, öfter; σχεδόϑεν δέ οἱ ἦεν ὄλ., 16, 800; μνηστῆρσι δὲ φαίνετ' ὄλεϑρος, Od. 19, 557, öfter; ἐπῆλϑεν αὐτοῖς ὄλεϑρος, auch ἀδευκής, οἴκτιστος, 4, 489. 23, 79; ὄλεϑρος ψυχῆς, Untergang des Lebens, Il. 22, 325; Pind. P. 2, 21; Tragg., Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεϑρος Aesch. Ch. 849, ἐμοὶ ζητῶν ὄλεϑρον Soph. O. R. 659; οὐκ εἰς ὄλεϑρον; Verwünschungsformel, 430; ἐπ' ὀλέϑρῳ τῶν χρωμένων, Eur. Phoen. 537, öfter; u. in Prosa, χρημάτων τ' ὀλέϑρῳ καὶ ἀνϑρώπων φϑορᾷ ἐκάκωσε τὰ πράγματα, durch Geldverlust, Thuc. 7, 27; ὄλεϑρος καὶ διαφϑορά, Plat. Rep. VI, 495 a; Ggstz von γένεσις, Phil. 15 b; Folgde. – Auch was Verderben bringt, Hes. Th. 326; bes. von Menschen, verderblich, der Anderen Verderben bringt, γεγονώς τε κακὸς καὶ ἐὼν ὄλ., Her. 3, 142, wenn man nicht mit Valck. zu 5, 67 »ein des Todes würdiger Verbrecher« erklären will; vgl. ἀπάγετέ με τὸν ὄλεϑρον μέγαν, Soph. O. R. 1343, nach Emend.; kom. vrbdt Ar. Lys. 325 ὄλεϑροι γέροντες; Dem. braucht es oft als Schimpfwort, nennt den Philipp ὄλεϑρος Μακεδών, 9, 31, den Aeschines ὄλεϑρος γραμματεύς, 18, 127, vgl. 21, 210; Luc. Mort. D. 9, 4; Plut.
См. также в других словарях:
λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
απώλεια — η (AM ἀπώλεια) 1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι 2. ο θάνατος, ο χαμός 3. ηθική καταστροφή, διαφθορά νεοελλ. 1. ζημιά, βλάβη 2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο») 3. στον πληθ. οι απώλειες το σύνολο των νεκρών, τραυματιών,… … Dictionary of Greek